- πασαλείφω
- πασαλείφω και πασαλείβω πασάλειψα, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος1. αλείφω επιπόλαια, επιχρίζω άτεχνα κάτι: Μα το πασάλειψες, δεν το έβαψες.2. αποκτώ ελλιπείς γνώσεις, είμαι ημιμαθής: Πήγε στο εξωτερικό και πασαλείφτηκε με λίγη φιλοσοφία.3. λερώνω, λεκιάζω: Πασάλειψες τα ρούχα σου με λάδια.4. χρησιμοποιώ κατά τρόπο αδέξιο καλλυντικά: Κάθε μέρα πασαλείβεται με φκιασίδια και βγαίνει έξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.